Αυτόλυκος

Αυτόλυκος
Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Πρόγονος του Οδυσσέα, πατέρας της Avτίκλειας. Γιος του Ερμή ή του Δευκαλίωνα και της νύμφης Χιόνης, ενσάρκωνε την ιδέα της πανουργίας. 2. Γιος του Δειμάχου, Αργοναύτης, οικιστής της Σινώπης. 3. Αθηναίος αθλητής, γιος του Λύκωνα, νικητής στα Μεγάλα Παναθήναια το 422 π.Χ. Ο πλούσιος Καλλίας παρέθεσε προς τιμήν του το συμπόσιο που περιγράφει ο Ξενοφών, ενώ ο δήμος του έστησε ανδριάντα, έργο του Λεωχάρη. Άλλη εκδοχή λέει πως ο ανδριάντας στήθηκε επειδή ο Α. αντιτάχθηκε στους Τριάκοντα Τυράννους, καταδικάστηκε σε θάνατο και ανακηρύχτηκε από τους Αθηναίους ήρωας και μάρτυρας της ελευθερίας. 4. Ρόδιος ναύαρχος στη ναυμαχία της Χίου εναντίον του Φίλιππου Ε’ της Μακεδονίας (200 π.Χ.). Βύθισε εχθρικό σκάφος με το έμβολό του, αλλά τραυματίστηκε στη σύγκρουση και έπεσε στη θάλασσα. 5. Έλληνας μαθηματικός και αστρονόμος, που γεννήθηκε στην Πιττάνη της Μ. Ασίας (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα συγγράμματά του Περί κινούμενης σφαίρας (σφαιρική αστρονομία) και Περί επιτολών και δύσεων των αστέρων (ζωδιακός κύκλος κλπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αὐτόλυκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτολύκοιο — Αὐτόλυκος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτολύκοις — Αὐτόλυκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτολύκου — Αὐτόλυκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτολύκῳ — Αὐτόλυκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτόλυκε — Αὐτόλυκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτόλυκοι — Αὐτόλυκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτόλυκον — Αὐτόλυκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀυτολύκοιο — Ἀυτολύκος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀυτολύκοις — Ἀυτολύκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”